укорить - ορισμός. Τι είναι το укорить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι укорить - ορισμός


укорить      
сов. перех.
см. укорять.
УКОРИТЬ      
То же, что упрекнуть.
У. в неискренности.
укорить      
УКОР'ИТЬ, укорю, укоришь, ·совер.укорять
), кого-что. Упрекнуть, обвиняя в чем-нибудь или порицая за что-нибудь. Укорить кого-нибудь во лжи.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για укорить
1. - Тогда Рамзан Кадыров публично опроверг все попытки укорить его в стремлении к расширению Чечни.
2. Первые успехи дали возможность Медведеву в четверг укорить неверующих в успех нацпроектов.
3. Теперь ни у кого не повернется язык укорить: вы, мол, живы, а дети нет...
4. Успеет и укорить профессора-биотехнолога - как можно прививать нам чужие видовые качества!
5. Представителя никакого на свете меньшинства нельзя укорить в принадлежности к этому меньшинству - курильщика можно и нужно.
Τι είναι укорить - ορισμός